Φωκέων

Φωκέων
Φωκεύς
Phocian
masc gen pl
Φωκέω̆ν , Φωκεύς
Phocian
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωκέων — φώκη seal fem gen pl (epic ionic) φωκεύς Phocian masc gen pl φωκέω̆ν , φωκεύς Phocian masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EXECESTUS — Phocensium tyrannus duos gestabat incantatos annulos, quorum sonitu, quem invicem inter se edebant, rerum gerendarum tempus sciebat, mortuus tamen est dolo interfectus, etiamsi id ei prius significasser sontus. Arist ubi de Rep. Phocensium, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Союзы — Греция. Вне пределов родного города древние греки не пользовались никакими правами и не могли рассчитывать на покровительство должностных лиц чужого государства. Такая беззащитность, если и несколько смягчалась тем, что все чужестранцы находились …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Фокидский союз — (κοινόν τών Φωκέων)  племенной союз фокидских городов, существовавший в V II вв. до н. э. Фокидский союз, как и другие племенные объединения Древней Греции раннего време …   Википедия

  • ABARNUS — Phocensium urbs. Hesych.Α᾿βαρνεὺς φωκέων φυλή. Idem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Φωκίδα — η / Φωκίς, ίδος, ΝΑ περιοχή τής Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, στις βόρειες ακτές τού Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά τής Βοιωτίας, η χώρα τών Φωκέων αρχ. 1. είδος αχλαδιού 2. (με σημ. επιθ.) φωκική. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο σχηματισμένο κατά τα Αἰολίς, Δωρίς,… …   Dictionary of Greek

  • έκτος — η, ο (AM ἕκτος, η, ον) (τακτ. αριθμ.) αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό έξι νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το ουδ. ως επίρρ.) το έκτο κατά την έκτη σειρά ή για έκτη φορά αρχ. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • αέρδην — ἀέρδην και αττ. ἄρδην επίρρ. (Α) 1. ψηλά, στον αέρα, επάνω 2. τελείως, καθ’ ολοκληρίαν, εκ θεμελίων 3. συνολικά, στο σύνολο τους, όλοι μαζί 4. πλήρως, εξ ολοκλήρου, ριζικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀFερ (τού ἀFείρω) > ἀ(F)έρ δην και, με συναίρεση …   Dictionary of Greek

  • γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν …   Dictionary of Greek

  • πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”